Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

το κύριο άρθρο

  • 1 άρθρο(ν)

    τό
    1) см. άρθρωση; 2) бот. узел; 3) пункт, статья (закона и т. п.);

    κατ' άρθρον — или άρθρο(ν) προς άρθρο(ν) — пункт за пунктом; — по пунктам;

    4) статья (газетная);

    κύριο άρθρο(ν) — передовая статья;

    άρθρο(ν) της σύνταξης — редакционная статья;

    5) грам, артикль, член;

    § άρθρα πίστεως — церк, догматы веры;

    αάότό γιά μένα είναι άρθρο(ν) πίστεως — это для меня закон

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άρθρο(ν)

  • 2 άρθρο(ν)

    τό
    1) см. άρθρωση; 2) бот. узел; 3) пункт, статья (закона и т. п.);

    κατ' άρθρον — или άρθρο(ν) προς άρθρο(ν) — пункт за пунктом; — по пунктам;

    4) статья (газетная);

    κύριο άρθρο(ν) — передовая статья;

    άρθρο(ν) της σύνταξης — редакционная статья;

    5) грам, артикль, член;

    § άρθρα πίστεως — церк, догматы веры;

    αάότό γιά μένα είναι άρθρο(ν) πίστεως — это для меня закон

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άρθρο(ν)

  • 3 κύριος

    α, ο [ία, ον] 1. главный, основной; капитальный;

    κύριο άρθρο — передовая статья;

    § κύριον όνομα — грам, имя собственное;

    πρώτον και κύριον — в первую! голову, во-первых, в первую очередь;

    2. (ο)
    1) господин (тж. при имени и фамилии); 2) хозяин, барин; 3) хозяин, владелец; 4) супруг, муж; 5) господь, бог; 6) джентльмен;

    § κύρι οίδε — один бог знает, неизвестно;

    τό πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται κι' ο θεός (или κι' ο παπάς) погов, нельзя без конца повторять одно и то же

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κύριος

См. также в других словарях:

  • άρθρο — Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση …   Dictionary of Greek

  • αρθρογράφος — ο, η συντάκτης ή συνεργάτης εφημερίδας που γράφει το κύριο άρθρο ή άρθρα της ειδικότητας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρο + γραφος < γράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον θ. Φαρμακίδη] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • τιτλοφορώ — Ν 1. απονέμω σε κάποιον τίτλο, τιμητική διάκριση, προσαγορεύω με τίτλο ευγενείας 2. χαρακτηρίζω με τίτλο, δίνω ονομασία («τιτλοφόρησαν την οργάνωσή τους Φίλοι τού περιβάλλοντος») 3. βάζω τίτλο, επικεφαλίδα, επιγράφω κείμενο ή έντυπο («το κύριο… …   Dictionary of Greek

  • αρθρογράφος — ο, η συντάκτης ή συνεργάτης εφημερίδας που γράφει το κύριο άρθρο ή άρθρα της ειδικότητάς του: Ο Α είναι ο πολιτικός αρθρογράφος της εφημερίδας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρθρογραφώ — ησα, γράφω το κύριο άρθρο ή άρθρα της ειδικότητάς μου σε εφημερίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»